- προετήσιαι
- προετήσιαι ἄνεμοι, windsA which blow before the ἐτησίαι (q.v.), Olymp. in Mete.180.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προετησίαι — oἱ, Α φρ. «προετησίαι ἄνεμοι» οι άνεμοι που φυσούν πριν από τους ετήσιες, πριν από τα μελτέμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐτησίαι, οἱ «μελτέμια»] … Dictionary of Greek